ὀβολός

ὀβολός
ὀβολός, ,
A obol, used both as a weight and coin, at Athens, = 1/6 of a δραχμή, rather more than three halfpence, IG12.140.5, al., freq. in Ar., Nu.118, al. ; πολὺ or μικρὸν τοῦ ὀ. a thing of which you get much or little for an obol, i. e. worthless or valuable, Antiph.135, Eup.185, cf. Ar.Eq.945 ; ἐν τοῖν δυοῖν ὀβολοῖν θεωρεῖν 'to sit in the cheap seats', D.18.28.
II as a weight, Gal.13.295, etc. (ὀβολός, ὀβελός, ὀβελλός, ὀδελός are different dialect forms of a word for 'spit' or 'nail', nails being used in early times as money, six of them making a handful ([etym.] δραχμή), cf. Plu.Lys.17.)

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ὀβολός — obol masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οβολός — Αρχαίο ελληνικό ασημένιο νόμισμα, ίσο με το ένα έκτο της δραχμής. Η ονομασία ο. αποτελεί διάφορο τύπο της λέξης οβελός με την οποία, πριν από την εμφάνιση του νομίσματος, χαρακτηρίζονταν τα σιδερένια σουβλιά που χρησιμοποιούσαν οι αρχαίοι Έλληνες …   Dictionary of Greek

  • οβολός — ο 1. αρχαίο αττικό νόμισμα. 2. χάλκινο κέρμα ελληνικής νομισματικής μονάδας, αλλ. πεντάρα. 3. μτφ., συνδρομή μικρής αξίας: Ο οβολός της χήρας. – Προσφέρετε τον οβολό σας (τη συνδρομή σας) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Обол — (όβολός) монета, шестая часть драхмы; употреблялся у греков как единица веса и как единица стоимости. Серебряные О. были в ходу уже в доисторическую эпоху: в Гиссарлыке Шлиманн нашел серебряные брусочки, из которых каждый составлял, по весу, 1/3… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • ОБОЛ —    • Όβολός,          см. Nummus, Монеты, I …   Реальный словарь классических древностей

  • ὀβολοῖν — ὀβολός obol masc gen/dat dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀβολοῖς — ὀβολός obol masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀβολοί — ὀβολός obol masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀβολοῦ — ὀβολός obol masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀβολούς — ὀβολός obol masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀβολῶ — ὀβολός obol masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”